- ασπάζομαι
- (AM ἀσπάζομαι)1. φιλώ2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι»)μσν.- νεοελλ.1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό2. προσχωρώ, προσκολλώμαι και ακολουθώ σταθερά («ἠσπάσθη τὸν μοναχικὸν βίον»)αρχ.1. υποδέχομαι φιλικά κάποιον2. περιποιούμαι ή χαϊδεύω3. επευφημώ ηγεμόνα4. κολακεύω5. αποχαιρετώ6. (για σκύλο) κάνω χαρές, κουνώ την ουρά7. επιδιώκω κάτι, επιζητώ8. (με απρμφ.) είμαι έτοιμος να...[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Θεωρήθηκε ότι πρόκειται για νεοσχηματισμένο ενεστώτα του ρ. σπάω(-ώ) με τη σημασία «έλκω, σύρω, προσελκύω» και ότι το α- τού τ. είναι προθεματικό, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι προέρχεται από *αν-σπάζομαι ή ότι συνδέεται με το εν(ν) έπω «λέγω, μιλώ, προσαγορεύω» (< *ņσπ-αδ-yομαι, με συνεσταλμένη βαθμίδα της προθέσεως εν).ΠΑΡ. ασπασμός, ασπαστόςαρχ.άσπασμα, ασπαστήριοςμσν.ασπαστής.ΣΥΝΘ. αντασπάζομαι, κατασπάζομαιαρχ.απασπάζομαι, ενασπάζομαι, περιασπάζομαι, προσασπάζομαι, συνασπάζομαι, υπερασπάζομαινεοελλ.αδελφικοασπάζομαι, αλληλ(ο)ασπάζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.